Η ιστορία της Θεσσαλονίκης
Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη
Η οικονομική εξέλιξη
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Είκοσι τρεις και πλέον αιώνες σταθερή και αδιάλειπτη
πορεία μέσα στο χρόνο δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην ιστορία μιας πόλης. Η
Θεσσαλονίκη ανήκει στη μικρή ομάδα των ευρωπαϊκών πόλεων, που έχουν να
επιδείξουν και μακραίωνη και, ταυτόχρονα, συνεχή ιστορική ανέλιξη. Κι ακόμα
περισσότερο: Στην περίπτωσή της υπάρχουν μερικά πρόσθετα φαινόμενα, που
χαρακτηρίζουν την ιστορία ελάχιστων ελληνικών πόλεων. Πρόκειται για καταστάσεις
που, σαν υπόγεια ρεύματα, διατηρήθηκαν στην ιστορική ροή της πόλης από την
ίδρυσή της ως τις μέρες μας, αγνοώντας μεταβολές κυριαρχιών, δημογραφικές
αναταράξεις, φυσικές και πολεοδομικές αλλοιώσεις και γενικά τις αναπόφευκτες -
και, για τη Θεσσαλονίκη, βαθιές - μεταλλαγές που επιφέρουν στη μεγάλη διάρκεια
οι ιστορικές συνθήκες. Στη σύντομη αυτή ιστορική επισκόπηση θα προσπαθήσουμε να
ταξινομήσουμε, με κάθε δυνατή συντομία, τα δεδομένα εκείνα που μπορούν να
εκτιμηθούν ως βασικά συστατικά της ιστορικής φυσιογνωμίας της μακεδονικής
πρωτεύουσας.
Πολύ πριν από την ίδρυση της
Θεσσαλονίκης ολόκληρος ο μυχός του Θερμαϊκού ήταν διάσπαρτος από προαιώνιες
εγκαταστάσεις ανθρώπινων ομάδων. Οι εφτά ως τώρα εντοπισμένοι προϊστορικοί
οικισμοί στην ευρύτερη περιοχή προεκτείνουν το χρόνο κατά τον οποίο κατοικήθηκε
ο χώρος αυτός ως την πέμπτη ή την έκτη χιλιετία π.Χ. Εξάλλου, τα ευρήματα των
ανασκαφών σε μερικά από τα πορίσματα, από τα οποία προήλθε αργότερα το ανθρώπινο
δυναμικό της Θεσσαλονίκης, πιστοποιούν επιπλέον τη διαρκή παρουσία των
εγκαταστάσεων αυτών κατά τα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια, αλλά και τις σταθερές
οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις των κατοίκων της περιοχής με τον υπόλοιπο
ελληνικό κόσμο.
Η πραγματική ιστορία της
Θεσσαλονίκης αρχίζει μετά το συνοικισμό, γύρω στα 315/316 π.Χ., από τον τότε
ηγεμόνα και λίγο αργότερα βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο (γαμπρό του Μεγάλου
Αλεξάνδρου από την αδελφή του) των κατοίκων 26 γειτονικών χωριών και κωμοπόλεων
σε μια νέα πόλη, στην οποία έδωσε και το όνομα της γυναίκας του. Η νέα πόλη είχε
εξαιρετική γεωγραφική και στρατηγική θέση: Βρισκόταν στο τέλος της μεγάλης
κοιλάδας του Αξιού, μιας κοιλάδας που αργότερα - στη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή
περίοδο, αλλά και στα χρόνια της τουρκοκρατίας - θα τη συνδέει με την κοιλάδα
του Μοράβα και από εκεί με το Δούναβη και την κεντρική Ευρώπη. Από τα
νοτιοδυτικά, εξάλλου, η Θεσσαλονίκη ανοιγόταν στο Αιγαίο πέλαγος, στην κύρια
δηλαδή πλωτή λεωφόρο που χρησιμοποιούνταν επί αιώνες για την επικοινωνία όχι
μόνο με τον κόσμο των ελληνικών παραλίων και της Ιωνίας, αλλά και με τα μεγάλα
εμπορικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου. Τα γεωπολιτικά δεδομένα, σε συνδυασμό
με την ύπαρξη της πλούσιας μακεδονικής ενδοχώρας, καθώς επίσης και οι ιστορικοί
παράγοντες που αναπτύχθηκαν μέσα σε σχετικά σύντομο χρόνο, συντέλεσαν στη
ταχύτατη ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης. Η νέα πόλη απέκτησε γρήγορα τα
χαρακτηριστικά του "μητροπολιτικού" αστικού κέντρου, τα οποία και θα διατηρήσει
σταθερά σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας
της.
Παρά τον μητροπολιτικό της χαρακτήρα η
Θεσσαλονίκη δεν έγινε ούτε στα χρόνια του Κασσάνδρου ούτε και αργότερα
πρωτεύουσα κράτους: παρέμεινε σχεδόν πάντοτε η "πρώτη μετά την πρώτην", η
"συμβασιλεύουσα", ή η "συμπρωτεύουσα". Οι εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά αφορούν
σύντομα μεσοδιαστήματα, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ωστόσο, η πόλη αυτή, αν
δεν είχε τα πρωτεία, είχε άλλα πλεονεκτήματα: Διατήρησε, μακριά από τους
κεντρικούς μοχλούς της εξουσίας, αρκετά στοιχεία αυτονομίας. Έτσι, ήδη από την
ελληνιστική εποχή λειτούργησαν εδώ κοινοτικά θέσμια και φορείς τοπικής
αυτοδιοίκησης, που επέζησαν και μετά την επικράτηση των Ρωμαίων, αλλά, όπως θα
δούμε και πιο κάτω, και κατά τις επόμενες περιόδους της ιστορίας
της.
Εξάλλου, ο σημαντικότερος ρόλος που
η ιστορία και η γεωγραφία ανέθεσαν στη Θεσσαλονίκη, ήδη από την εποχή της
ίδρυσής της, ήταν εκείνος του συνδέσμου ανάμεσα στη δυτική Ευρώπη και τον
βαλκανικό βορρά, από το ένα μέρος, και στον ελληνικό κόσμο και την "καθ΄ ημάς
Ανατολή", από το άλλο. Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, ήταν αναπόφευκτα να αποκτήσει,
κάτω από τη διπλή αυτή επίδραση, μια φυσιογνωμία με διττό χαρακτήρα: στραμμένη,
σαν τον Ιανό, προς δύο κατευθύνσεις, συναρμολογούσε παραγωγικά αντίθετες ή
αλληλεπικαλυπτόμενες επιδράσεις, τόσο στον οικονομικό τομέα και στις μεταλλαγές
των κοινωνικών σχέσεων, όσο, κυρίως, στις πολιτιστικές εκδηλώσεις, στις
ιδεολογίες και στη φιλοσοφία της ζωής.
Ο ρόλος αυτός της Θεσσαλονίκης
φάνηκε μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση (168-148 π.Χ.), με τη μετατροπή της
πόλης αρχικά σε κέντρο μιας εκτεταμένης διοικητικής ενότητας, της provincia
Macedonia (που περιελάμβανε, εκτός από τα ιστορικά μακεδονικά εδάφη, και
περιοχές που απλώνονταν από τον Έβρο ως την Ιλλυρία), και στη συνέχεια, στο
σημαντικότερο κόμβο της via Egnatia (μιας σημαντικής οδικής αρτηρίας, που
συνέδεε οδικά την Αδριατική με τη Θράκη και τις μικρασιατικές κτήσεις της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Από τα μέσα εξάλλου του 3ου αιώνα μ.Χ. και εξής η
Θεσσαλονίκη έγινε το ορμητήριο της Αυτοκρατορίας κατά τις εκστρατείες της
εναντίον των Γότθων και άλλων λαών. Εύγλωττα δείγματα της στρατιωτικής και
διοικητικής αναβάθμισης της πόλης κατά την περίοδο εκείνη αποτελούν όχι μόνο τα
τείχη της, αλλά και τα ανεγερθέντα στις αρχές του 4ου αιώνα λαμπρά της μνημεία
(Ροτόντα, θριαμβική Αψίδα, οκταγωνικό ανακτορικό συγκρότημα κ.ά.).
Η καίρια θέση της Θεσσαλονίκης στην
επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με την παρουσία στην πόλη
από τα ελληνιστικά χρόνια αρκετών Ιουδαίων κατοίκων, αποτέλεσε έναν από τους
παράγοντες, που έπεισαν τον Απόστολο Παύλο να την επισκεφθεί στα 50/51 και 57,
για να κηρύξει το χριστιανισμό. Έτσι, η Θεσσαλονίκη, από κοινού με τους
Φιλίππους και τη Βέροια, έγινε η "χρυσή πύλη" για την είσοδο της νέας θρησκείας
στην Ευρώπη και η έδρα της πρώτης χριστιανικής "εκκλησίας" της ευρωπαϊκής
ηπείρου. Η "εκκλησία" αυτή ανέδειξε σύντομα εξέχουσες εκκλησιαστικές
προσωπικότητες, αλλά και κορυφαίους μάρτυρες της χριστιανικής πίστης, με πρώτο
τον μετέπειτα πολιούχο και προστάτη της Θεσσαλονίκης Δημήτριο (+305). Η μεταφορά
της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στο παλαιό Βυζάντιο και η
ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (330) αποτέλεσε για τη Θεσσαλονίκη νέα "πρόκληση"
-τη μεγαλύτερη ίσως στην ως τότε ιστορική της πορεία: Η πόλη θα εξελιχθεί στη
δεύτερη μεγάλη (μετά τη Βασιλεύουσα) πόλη του κράτους, και, ως έδρα χωριστού
"θέματος" ή ως "άρχουσα των δυτικών θεμάτων", θα είναι για αιώνες το
σπουδαιότερο διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των ευρωπαϊκών κτήσεων της
Αυτοκρατορίας. Στο γεγονός αυτό οφείλονται και οι πρώτες συστηματικές
οικοδομικές εργασίες στα τείχη της πόλης (τέλος 4ου-αρχές 5ου αιώνα), αλλά και
οι μεταγενέστερες επισκευές (του 6ου, 7ου, 10ου, 13ου και 14ου αιώνα). Η οχύρωση
της Θεσσαλονίκης "τείχεσιν αρρήκτοις" (κατά τη γνωστή πλίθινη επιγραφή του 4ου
αιώνα, που σώθηκε στον τετράγωνο πύργο του ανατολικού τείχους), η δεύτερη σε
έκταση και σημασία μετά τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αποδείχτηκε σωτήρια: Ως
τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα η πόλη πολιορκήθηκε επανειλημμένα από το
βορρά και την ξηρά και από το νότο και τη θάλασσα από ποικίλους επιδρομείς: τους
Γότθους (τέλη του 4ου αιώνα), τους Αβάρους, τους Σλάβους (τέλη 6ου-αρχές 7ου
αιώνα) και, κυρίως, τους Βουλγάρους (από τα τέλη του 9ου ως τις αρχές του 13ου
αιώνα), τους Άραβες (904), τους Καταλανούς (1308), τους Νορμανδούς (1185), τους
Φράγκους (1204) και τους Οθωμανούς (1387, 1391-1403, 1430).
Η βυζαντινή
Θεσσαλονίκη
Αλλά οι πιο
ενδιαφέρουσες σελίδες της ιστορίας της βυζαντινής Θεσσαλονίκης
είναι ειρηνικές και παραγωγικές. Η πόλη καταρχήν κατόρθωσε και διαφύλαξε μερικά
από τα παραδοσιακά κοινοτικά της θέσμια -που, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω,
είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται στα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η σχετική
αυτή αυτονομία - που διατηρήθηκε και κατά τις περιόδους των εφήμερων και
μακροχρόνιων ξένων κυριαρχιών, δηλαδή της λατινοκρατίας (1204-1224), της
βενετοκρατίας (1423-1430), και, κυρίως, της Τουρκοκρατίας (1430-1912) -συνδέεται
και με το δυναμισμό που χαρακτήριζε πάντοτε την οικονομική ζωή της Θεσσαλονίκης.
Διαχρονικό δείγμα της ακτινοβολίας της πόλης ως οικονομικού κέντρου ήταν η
μεγάλη ετήσια εμποροπανήγυρη, η οποία, μετά την ανακήρυξη του μεγαλομάρτυρα
Δημητρίου σε πολιούχο της πόλης, ονομάστηκε "Δημήτρια". Τα "Δημήτρια" -που
πραγματοποιούνταν στα τέλη Οκτωβρίου (για να συμπίπτουν με τη γιορτή του
πολιούχου)- συγκέντρωναν στη Θεσσαλονίκη πλήθος εμπόρων και μεταπρατών όχι μόνο
από τη βυζαντινή επικράτεια, αλλά και από άλλες περιοχές της νοτιοανατολικής και
της ανατολικής Ευρώπης ή ακόμα και από χώρες "πέραν των άλπεων" και "της χώρας
των Κελτών".
Οι οικονομικοί δεσμοί της
Θεσσαλονίκης με τους γειτονικούς λαούς ευνοούσαν και την πολιτιστική προσέγγιση
των Βυζαντινών με άλλους λαούς, κυρίως τους Σλάβους. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο
που η Αυτοκρατορία χρησιμοποίησε τη Θεσσαλονίκη ως ορμητήριο για τις
εκπολιτιστικές και διπλωματικές αποστολές της προς τους σλαβικούς λαούς.
Δεσπόζουσες μορφές στις προσπάθειες αυτές ήταν βέβαια οι Έλληνες ιεραπόστολοι
Κωνσταντίνος-Κύριλλος και Μεθόδιος, οι "φωτιστές των Σλάβων", που εργάστηκαν
κατά τον 9ο αιώνα αρχικά στον Εύξεινο Πόντο και στη συνέχεια σε χώρες της
κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Ο
ρόλος αυτός της Θεσσαλονίκης δεν ήταν άσχετος και με τις πολιτιστικές επιδόσεις
των κατοίκων της. Παρά τις ποικίλες εσωτερικές κρίσεις και εξωτερικές
περιπέτειές της, η πόλη δεν έπαψε να αποτελεί ένα από τα λαμπρότερα
πνευματικά και καλλιτεχνικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου, "την πρώτη μετά
την πρώτην και τοις αγαθοίς βασιλεύσουσαν". Το γεγονός αυτό αποκτά μεγαλύτερη
σημασία, αν λάβουμε υπόψη ότι μετά την κατάληψη των μεγάλων πολιτιστικών κέντρων
της Εγγύς Ανατολής από τους Άραβες, η Κωνσταντινούπολη έτεινε, σε συνάρτηση και
με τον κρατικό συγκεντρωτισμό, να μονοπωλήσει τις πρωτοβουλίες στις πνευματικές,
τις καλλιτεχνικές και γενικότερα τις πολιτιστικές δραστηριότητες της
Αυτοκρατορίας. Εξάλλου, η πολιτιστική ιστορία της βυζαντινής Θεσσαλονίκης
παρουσιάζει και ένα ιστορικό παράδοξο: ότι δηλαδή ο 13ος, ο 14ος και οι αρχές το
15ου αιώνα - χρόνια δίσεκτα για την πόλη εξαιτίας των αλλεπάλληλων ξένων
επιδρομών και, κυρίως, εξαιτίας των σφοδρών εσωτερικών θρησκευτικών και
κοινωνικών της αναστατώσεων -αποτελούν τον "χρυσό αιώνα" της, τόσο στον τομέα
της τέχνης (ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική και την αγιογραφία), όσο και στο
φιλολογικό. Μέσα στην ίδια τη Θεσσαλονίκη χτίστηκαν π.χ. κατά τον ταραγμένο 14ο
αιώνα των ησυχαστικών ερίδων και του κινήματος των Ζηλωτών σπουδαίες εκκλησίες,
με πρωτότυπη αρχιτεκτονική και εξαιρετικές τοιχογραφίες. Την ίδια περίπου εποχή
έχουμε στην πόλη αυτή -"μητέρα ρητόρων" και "Ελικώνα των μουσών", κατά τους
χαρακτηρισμούς των Βυζαντινών λογίων του 14ου αιώνα - πλήθος ανώνυμων και
επώνυμων συγγραφέων αγιολογικών, θεολογικών, φιλοσοφικών, φιλολογικών,
ιστοριογραφικών, ρητορικών, ποιητικών και νομοκανικών
έργων.
Η ανθοφορία εκείνη διακόπηκε μετά την
παγίωση των οθωμανικών κατακτήσεων στη Μακεδονία και τη Θράκη και, κυρίως, μετά
την οριστική κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους στις 29 Μαρτίου
1430. Η άλωσή της άνοιξε μια μακρόχρονη περίοδο αλλόθρησκης κατοχής, που
δεν προοιώνιζε εύκολες μέρες για τον αποδεκατισμένο χριστιανικό της πληθυσμό.
Και όμως: η Θεσσαλονίκη άντεξε στη δοκιμασία της εξαιρετικά μακρόχρονης κατοχής
επιπλέον, όπως και στη ρωμαιοκρατία, κατάφερε να αξιοποιήσει και τα νέα
γεωπολιτικά δεδομένα και τα αναλλοίωτα από το χρόνο και τις ανθρώπινες
επεμβάσεις γεωγραφικά της πλεονεκτήματα. Ύστερα λοιπόν από μια περίοδο
προσαρμογής, η Θεσσαλονίκη αναδείχτηκε και πάλι σε "μητροπολιτικό" κέντρο της
Μακεδονίας και μεγάλου τμήματος της Βαλκανικής και, σε αντίθεση με άλλες
ιστορικές ελληνικές πόλεις, που υποβαθμίστηκαν μετά την τουρκική κατάκτηση,
ξανακέρδισε τον πατροπαράδοτο ρόλο της "δεύτερης" μεγάλης πόλης του κράτους και
του πρώτου αστικού κέντρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Μισόν λοιπόν αιώνα μετά την κατάκτησή της η Θεσσαλονίκη εμφάνισε τα πρώτα
σημάδια της δημογραφικής της ανάρρωσης: Ο πληθυσμός της, που είχε φυλλορροήσει
κατά την περίοδο της πολιορκίας, άρχισε να επανακάμπτει. Έτσι διαφυλάχτηκε ένα
μέρος του βυζαντινού υποστρώματος και τονώθηκε το βασικό ανθρώπινο στοιχείο -ο
ελληνικός πυρήνας- της ιστορικής συνέχειας της πόλης. Αλλά ο πυρήνας αυτός θα
έσβηνε, αν δεν έρχονταν να εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη νέοι χριστιανοί
κάτοικοι από τη Χαλκιδική, την κεντρική και τη δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο και
τη Θεσσαλία.
Πάντως, η μεγάλη και κατακόρυφη
αύξηση του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 15ου
και στις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα. Η άνοδος αυτή συνοδεύτηκε από ριζική
αλλαγή στο δημογραφικό και θρησκευτικό χάρτη της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται βέβαια
για την καταφυγή στη Θεσσαλονίκη -όπως άλλωστε και σε άλλα μεγάλα εμπορικά
κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- αρκετών χιλιάδων Ισραηλιτών φυγάδων, από
τους οποίους η μεγαλύτερη ομάδα (των ισπανόφωνων "Σεφαρδίμ") προερχόταν από την
ιβηρική και τη νότια ιταλική χερσόνησο. Μερικές λοιπόν δεκαετίες μετά από την
οθωμανική κατάκτηση η Θεσσαλονίκη άρχισε να ανακτά -και με το πέρασμα των αιώνων
να ξεπερνά- τις παλιές της πληθυσμιακές διαστάσεις, καθώς επίσης και τον
κοσμοπολίτικό της χαρακτήρα.
Οικονομική
εξέλιξη
Ανάλογη ήταν και η
οικονομική εξέλιξη της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης. Στον πρώτο αιώνα,
που ακολούθησε την κατάκτησή της, είναι εμφανής η στασιμότητα, η οικονομική
καχεξία και η οπισθοδρόμηση. Με την εγκατάσταση των Εβραίων στην πόλη και την
εξασφάλιση μερικών προνομιακών όρων βιοτεχνικής απασχόλησης, το σκηνικό άλλαξε:
Οι νέοι κάτοικοι έφερναν από τη Δύση εκείνα τα πολιτιστικά στοιχεία, που
ανέκαθεν συνδέονταν παραγωγικά στη Θεσσαλονίκη με τα ντόπια και τα ανατολικά·
και αυτό έγινε σε μια στιγμή που η παραγωγική εκείνη σύζευξη είχε σχεδόν
απονεκρωθεί. Οι Ισραηλίτες ήταν επίσης φορείς μακρόχρονης πείρας στον εμπορικό
τομέα, αλλά και στη βιοτεχνία. Σύντομα τους ακολούθησαν και οι Έλληνες, που
διέσωζαν κι αυτοί αρκετές από τις παραδοσιακές βιοτεχνίες της βυζαντινής
περιόδου.
Οι εξελίξεις αυτές συνδυάστηκαν και
με την εμπορική διείσδυση των δυτικών κρατών στις αγορές της οθωμανικής
αυτοκρατορίας, που άρχισε να γενικεύεται από τα τέλη του 16ου αιώνα και εξής. Η
Θεσσαλονίκη έπαιξε τότε αξιόλογο διαμεσολαβητικό ρόλο. Παρ΄ όλα αυτά θα
χρειαστεί να περάσουμε στον 18ο αιώνα για να συνδεθεί με τη διεθνή αγορά. Η
διασύνδεση αυτή θα γίνει στενότερη με την αναβάθμιση στις αρχές του 19ου αιώνα
των χερσαίων δρόμων της νοτιοανατολικής Ευρώπης, εξαιτίας του ναυτικού
αποκλεισμού της ηπείρου κατά τους ναπολεόντειους πολέμους. Όλα αυτά θα
συντελέσουν στην ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου των βόρειων ελληνικών επαρχιών
και στην ανάδειξη της Θεσσαλονίκης, για άλλη μια φορά, σε εμπορική "πρωτεύουσα"
και "μητροπολιτικό" κέντρο ενός ευρύτατου χώρου, που απλωνόταν από τη Μακεδονία,
τη Θεσσαλία και την Ήπειρο ως τη βόρεια Βαλκανική.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και ως τις αρχές
του 20ού η πόλη θα περάσει σε μια νέα περίοδο, που χαρακτηρίζεται από τις
τάσεις εκδυτικισμού και τις προσπάθειες τόσο των οθωμανικών αρχών, όσο και των
επιμέρους εθνικο-θρησκευτικών κοινοτήτων για μεταρρυθμίσεις στους όρους της
οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά την εποχή
εκείνη έγιναν στη Θεσσαλονίκη περισσότερες αλλαγές από όσες σε όλους τους
προηγηθέντες τέσσερις αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας. Προς τα τέλη λοιπόν του
19ου και την αυγή του 20ού αιώνα η Θεσσαλονίκη διέθετε αεριόφως, ιππήλατα αρχικά
και στη συνέχεια ηλεκτροκίνητα τραμ, τηλέφωνα, τα πρώτα έργα ηλεκτροφωτισμού,
σύγχρονες αποβάθρες στο λιμάνι και, το σημαντικότερο, τις πρώτες αληθινές
βιομηχανικές της μονάδες. Την ίδια περίοδο η Θεσσαλονίκη συνδέθηκε σιδηροδρομικά
με τα Σκόπια και το Βελιγράδι και από εκεί με την κεντρική Ευρώπη, και, από την
άλλη μεριά, με την Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη.
Οι προσπάθειες για την προσαρμογή της
οθωμανικής κοινωνίας στις επιταγές του εκδυτικισμού συμπεριέλαβαν και
πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, που απέβλεπαν στον
εξευρωπαϊσμό της πόλης. Στις προσπάθειες αυτές ανήκουν μερικά έργα στη
Θεσσαλονίκη, που άλλαξαν κυριολεκτικά την πολεοδομική της φυσιογνωμία, όπως π.χ.
η κατεδάφιση ενός τμήματος των τειχών και η ισοπέδωση των παραθαλασσίων
οχυρώσεων (με την εξαίρεση του Λευκού Πύργου), η κατασκευή της προκυμαίας και η
διαπλάτυνση και η λιθόστρωση μερικών βασικών οδικών αξόνων (όπως π.χ. των
σημερινών οδών Εγνατία, Τσιμισκή, Βενιζέλου, Αγίας Σοφίας και Εθνικής Αμύνης).
Παράλληλα άρχισε και η οικοδόμηση κρατικών και ιδιωτικών κτιρίων, σχολείων,
νοσοκομείων, ναών κλπ. με εκλεκτιστικούς, νεοκλασικούς και δυτικότροπους
αρχιτεκτονικούς τύπους. Μερικά από τα οικοδομήματα αυτά -ελάχιστα δυστυχώς-
σώζονται ως τις μέρες μας.
Η όψιμη και μάλλον
εσπευσμένη δυτικοποίηση δημιούργησε αρκετές νέες αντιφάσεις και
ανισότητες. Ως τα τέλη πάντως του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού οι
εντάσεις περιορίζονταν ουσιαστικά μέσα στα όρια των μικρόκοσμων των επιμέρους
κοινοτήτων (της χριστιανικής, της ιουδαϊκής και της μουσουλμανικής). Αυτό
οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό και στην παραδοσιακή περιχαράκωση των τριών
θρησκευτικών ομάδων σε σαφώς διαχωρισμένα μεταξύ τους κοινωνικά, ιδεολογικά και
πολιτιστικά στεγανά. Άνιση ήταν η πολιτική ανάπτυξη των τριών κοινοτήτων. Οι
μουσουλμάνοι εμφανίζονταν ως οι κατεξοχήν καθυστερημένοι. Αρκετοί, ωστόσο,
επηρεασμένοι από το διάχυτο στη Θεσσαλονίκη πνεύμα του εκσυγχρονισμού,
ασπάστηκαν πολιτικές ιδεολογίες εξαιρετικά προωθημένες (με τα μέτρα της
ισλαμικής κοινωνίας) και με ολοφάνερη δυτικοευρωπαϊκή προέλευση. Δεν είναι
λοιπόν τυχαίο ότι στη Θεσσαλονίκη δημοσιοποίησαν τις πολιτικές τους αναζητήσεις
μερικοί από τους σημαντικότερους εκφραστές του τουρκικού εθνικισμού, ούτε επίσης
ότι η πόλη έγινε τελικά το ιδεολογικό κέντρο του νεοτουρκικού κινήματος.
Οι ιστορικές σχέσεις του ιουδαϊκού στοιχείου
με το οθωμανικό καθεστώς, η στενή εξάρτηση των οικονομικών συμφερόντων των
μεγάλων εβραϊκών εμπορικών και βιομηχανικών οίκων από τη διατήρηση της
ακεραιότητας της Αυτοκρατορίας, αλλά και η έλλειψη τότε προοπτικών για τη
δημιουργία ισραηλιτικής εθνικής εστίας διευκόλυναν την προσέγγιση με τους
μουσουλμάνους και ιδιαίτερα με τους Νεότουρκους. Η προσέγγιση διευκολύνθηκε και
από τις διασυνδέσεις των δύο πλευρών με τις μασονικές στοές, αλλά και οι επαφές
των εξισλαμισμένων Ιουδαίων (των "ντονμέδων") με τα ηγετικά στελέχη του
νεοτουρκικού κομιτάτου. Παρ΄ όλα αυτά, η τούρκο-εβραϊκή συνεργασία στη
Θεσσαλονίκη ανακόπηκε στο τέλος από την άνοδο του σιωνιστικού κινήματος και,
κυρίως, από την επικράτηση των ακραίων τουρκικών εθνικιστικών στοιχείων.
Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί των
Ελλήνων Θεσσαλονικέων κατά την περίοδο εκείνη εντάσσονται όχι μόνο στο πλαίσιο
της μακροπρόθεσμης αναμέτρησης με τους Τούρκους κυριάρχους, αλλά και με τον
πολύπλευρο ανταγωνισμό (πολιτιστικό και πολιτικό) με τις άλλες χριστιανικές
εθνότητες της βαλκανικής χερσονήσου. Το ελληνικό στοιχείο της Θεσσαλονίκης, χάρη
στην αριθμητική, την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική του υπεροχή, δεν
απειλούνταν σοβαρά μέσα στην πόλη από την αρκετά περιορισμένη δύναμη των
Βουλγάρων, την ισχνή των Σέρβων και την ασήμαντη των Ρουμάνων. Γι΄ αυτό και οι
πολιτικές πρωτοβουλίες των Ελλήνων Θεσσαλονικέων απέβλεπαν κυρίως στη στήριξη
του Ελληνισμού στη μακεδονική ύπαιθρο, όπου διεξαγόταν ο ουσιαστικός αγώνας για
την επικράτησή του.
Η συστράτευση του ελληνικού
στοιχείου της Θεσσαλονίκης στο Μακεδονικό Αγώνα (1903-1908) δεν
αποτελούσε δείγμα όψιμης εθνικής ευαισθησίας, αλλά καρπό μακρόχρονης ιδεολογικής
προετοιμασίας που είχε αρχίσει από την προεπαναστατική περίοδο. Η τελική φάση
της διαδικασίας αυτής χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ολοένα και στενότερων
δεσμών με το εθνικό κέντρο, ένα δεδομένο που θα παίξει σημαντικό ρόλο κατά την
προσαρμογή της Θεσσαλονίκης στις νέες πραγματικότητες που θα δημιουργήσει, η
απελευθέρωσή της (26 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου 1912) και η οριστική ένταξή της -με
τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913)- στην ελληνική
επικράτεια.
Με την απελευθέρωση της
Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε η σύγχρονη περίοδος της μακρόχρονης ιστορίας
της. Κατά την περίοδο αυτή άλλαξαν αρκετοί από τους όρους της ως τότε εξέλιξής
της. Η πρώτη αλλαγή που σημειώθηκε με το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν η
αποκατάσταση, μέσα σε σχετικά σύντομο διάστημα και ύστερα από πέντε σχεδόν
αιώνες πληθυσμιακών αναστατώσεων, της ελληνικής εθνολογικής υπεροχής. Κατά την
απελευθέρωση η ελληνική κοινότητα βρισκόταν στην τρίτη θέση του συνόλου των
157.889 κατοίκων, με 39.965 άτομα (25,3%) έναντι 61.439 ισραηλιτών (38,9%),
45.867 μουσουλμάνων (29%), 6.263 Βουλγάρων (3,9%) και 4.364 (2,7%) άλλων
εθνικοτήτων. Μέσα σε λίγα χρόνια, στα 1916, και σε σύνολο 165.704 κατοίκων το
ελληνικό στοιχείο πέρασε στην πρώτη θέση, με 68.205 άτομα (41,33%) έναντι 61.400
της ισραηλιτικής (37%) και 30.000 περίπου της μουσουλμανικής κοινότητας (18%).
Στα αμέσως επόμενα χρόνια ανατράπηκαν πια εντελώς όλες οι παλαιότερες
αριθμητικές και εθνικό-θρησκευτικές αναλογίες. Η ριζική αλλαγή του δημογραφικού
και εθνολογικού χάρτη της Θεσσαλονίκης (όπως άλλωστε ολόκληρης της Μακεδονίας)
οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα,
από το ένα μέρος, και τη Βουλγαρία και την Τουρκία, από το άλλο (1919-1926). Με
την ανταλλαγή αυτή -τη μεγαλύτερη στην ιστορία της νοτιοανατολικής Ευρώπης και
της ανατολικής Μεσογείου- αυξήθηκε κατακόρυφα μέσα σε μια δεκαπενταετία το
ποσοστό του ελληνικού στοιχείου ολόκληρης της Μακεδονίας (στο 88,3% στα 1926)
και, φυσικά, και της περιφέρειας της Θεσσαλονίκης (8
0%).
Η ρήξη με το οθωμανικό παρελθόν στα
πρώτα κιόλας μεταπελευθερωτικά χρόνια υπογραμμίζεται στη διοίκηση και στην
οικονομική, δικαστική και εκπαιδευτική διασύνδεση της Μακεδονίας με τους
αντίστοιχους μηχανισμούς ολόκληρης της χώρας, αλλά και στη σταδιακή εκμηδένιση
των περισσότερων από τις ως τότε κυρίαρχες αναχρονιστικές δομές της οθωμανικής
κοινωνίας. Αλλά το πέρασμα από το παλιό στο νέο υπογραμμίζεται με ιδιαίτερη
έμφαση με την πολεοδομική μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. Οι αλλαγές επιβλήθηκαν
τελικά από απρόβλεπτους παράγοντες: καταρχήν από τη μεγάλη πυρκαγιά της 5/18
Αυγούστου 1917, που κατέστρεψε τον "ανατολίτικο" χαρακτήρα του μεγαλύτερου
τμήματος του κέντρου της πόλης και, ως ένα βαθμό, και τη συνολική παραδοσιακή
πολεοδομική της διάρθρωση. Ακολούθησε η συρροή των προσφύγων που με τις
πιεστικές στεγαστικές τους ανάγκες επέβαλαν την αύξηση της οικοδόμησης τόσο στο
ιστορικό κέντρο, όσο και στις παλιές και νέες συνοικίες της πόλης. Η διατήρηση,
παρ΄ όλα αυτά, ενός σημαντικού τμήματος των παλαιότερων κτισμάτων της Aνω Πόλης
θα πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι στην περιοχή αυτή -που κατά την
Τουρκοκρατία κατοικούνταν κυρίως από μουσουλμάνους- εγκαταστάθηκαν
"ανταλλάξιμες" στην πλειονότητά τους προσφυγικές οικογένειες.
Υπάρχουν όμως και άλλα δεδομένα διαφορετικού
χαρακτήρα, που άλλαξαν τους όρους της μετέπειτα ιστορικής πορείας της
Θεσσαλονίκης. Η κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και η διανομή των
ευρωπαϊκών της εδαφών μεταξύ των βαλκανικών κρατών περιόρισαν αναπόφευκτα την
εκτεταμένη εμβέλεια που παρείχε στους μεγάλους βιομηχανικούς και εμπορικούς
οίκους της πόλης η ενιαία σε μεγάλο βαθμό βαλκανική αγορά. Το ελληνικό κράτος
προσπάθησε -στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αλλά και αργότερα- να εξουδετερώσει
μερικές από τις αρνητικές συνέπειες που προκάλεσε στην οικονομική εξέλιξη της
Θεσσαλονίκης ο περιορισμός της γεωγραφικής της ενδοχώρας. Στο πλαίσιο των
προσπαθειών αυτών ανήκουν η ίδρυση το 1926 της Διεθνούς Έκθεσης (που
έμελλε να αναδειχτεί μεταπολεμικά στη θεαματικότερη και πιο αξιόλογη τακτική
οικονομική και εμπορική εκδήλωση ολόκληρης της Ελλάδας), η μετατροπή του
λιμανιού από περιφερειακό σε διεθνές κ.ά. Εξάλλου, η επέκταση των
καλλιεργούμενων εκτάσεων, τα εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα και η
εκμηχάνιση της γεωργίας στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης προκάλεσαν -μέσα σε
λιγότερα από είκοσι χρόνια ελληνικής διοίκησης- θεαματική αύξηση της γεωργικής
παραγωγικότητας της περιοχής. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη φτηνή εργατική
δύναμη του προσφυγικού στοιχείου, αλλά και την προστατευτική δασμολογική των
ελληνικών κυβερνήσεων, ευνόησε την ουσιαστική έναρξη της εκβιομηχάνισης στη
Θεσσαλονίκη.
Μετά την απελευθέρωση άλλαξαν και
τα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα της μετέπειτα πολιτιστικής εξέλιξης της
Θεσσαλονίκης. Οι αλλαγές είναι σαφέστερες στην παιδεία. τις υπογραμμίζει η
σύγκριση των 86 σχολείων της Θεσσαλονίκης των αρχών του αιώνα (με τους 13-14.000
περίπου μαθητές και σπουδαστές) με τα 785 εκπαιδευτήρια του Πολεοδομικού
Συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης κατά το σχολικό έτος 1992-93 (με 181.000
τουλάχιστον συνολικό μαθητικό πληθυσμό). Ας σημειωθεί ότι στους τελευταίους
αυτούς αριθμούς δε συμπεριλαμβάνονται οι ανώτερες κρατικές και ιδιωτικές σχολές
της Θεσσαλονίκης (τεχνικές, κατά κύριο λόγο) με τις αντίστοιχες χιλιάδες των
σπουδαστών τους, αλλά ούτε και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (που
είχε ξεκινήσει στα 1926 με 65 μόνο φοιτητές για να φτάσει σήμερα στις 60.000)
και το νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Οι
ποιοτικές αλλαγές δεν αφορούσαν μόνο την εκπαίδευση. Μέσα σε δυο δεκαετίες μετά
την απελευθέρωση άρχισε να μεταμορφώνεται και η συνολική πολιτιστική φυσιογνωμία
της Θεσσαλονίκης. Πάντως, η ελληνική πνευματική και πολιτιστική κίνηση στη
Θεσσαλονίκη δεν περίμενε την ενσωμάτωση της πόλης στο ελληνικό κράτος για να
αναδυθεί εν καινώ. είχε αρχίσει να δείχνει το δυναμισμό της ήδη από τα μέσα του
19ου αιώνα, με την καταλυτική, όπως αποδείχτηκε, ίδρυση των ελληνικών
τυπογραφείων, την έκδοση περιοδικών και εφημερίδων και πλήθους φιλολογικών,
λογοτεχνικών κ.ά. έργων. Την ίδια εποχή σημειώθηκε και μια αξιόλογη προσπάθεια
για τη δημιουργία μουσικής κίνησης στην πόλη, με τη συγκρότηση Φιλαρμονικής και
την ίδρυση (1911), του πρώτου Ωδείου στη νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Ανάλογες προσπάθειες είχαν αρχίσει και στις δυο άλλες κοινότητες, την
ισραηλιτική και τη μουσουλμανική. Ωστόσο, μετά την ενσωμάτωση του συνολικού
σχεδόν πληθυσμού της πόλης στο κυρίαρχο πλέον ελληνικό κοινωνικό περιβάλλον,
παρατηρείται και στον τομέα της πολιτιστικής ζωής η σταδιακή υποκατάσταση της
ποικιλομορφίας της οθωμανικής περιόδου από την απόλυτη σχεδόν ελληνική ηγεμονία.
Και ταυτόχρονα, τη σταθερή πια συναρμογή των "τοπικών" πνευματικών και
καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων με την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της
υπόλοιπης Ελλάδας.
Η συναρμογή αυτή δε σήμαινε
πλήρη ταύτιση και, ακόμα λιγότερο, "επαρχιακή μεταποίηση" των προτύπων της
Αθήνας. Το πνευματικό και καλλιτεχνικό δυναμικό της Θεσσαλονίκης δεν ήταν μόνο
φορέας των δικών του πολιτιστικών παραδόσεων. ήταν και δέκτης ιδιόμορφων
επιδράσεων. Γι΄ αυτό και οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης
έχουν, πέρα από τις κοινές τάσεις, και τις δικές τους προτιμήσεις. Αρκετές
άλλωστε από τις επιδράσεις που ασκούνται στον κόσμο της μακεδονικής πρωτεύουσας
χρωστούσαν την ιδιομορφία τους σε "προκλήσεις" με τοπικό χαρακτήρα. Η ίδρυση
π.χ. το 1915 του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης (που, ας σημειωθεί, εξακολουθεί
ακόμη να παραμένει το μοναδικό κρατικό ωδείο της χώρας) και, κυρίως, η στελέχωσή
του με διακεκριμένους μουσικούς της Διασποράς, έδωσαν για δεκαετίες το δικό της
"πρόσωπο" στη μουσική παιδεία της πόλης. Η ίδρυση εξάλλου στα 1926 του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου -και ιδιαίτερα της πρώτης και ριζοσπαστικότερης
Σχολής του, της Φιλοσοφικής- αποτέλεσε σημαντικότατο παράγοντα για τη δημιουργία
ενός αρκετά φιλελεύθερου -σε σχέση με το εθνικό κέντρο- πνευματικού και
καλλιτεχνικού πνεύματος, τόσο στο επίπεδο της γλώσσας (με την πρωτοκαθεδρία του
βορειοελλαδικού κόσμου στην τελική επικράτηση του δημοτικισμού), όσο και στο
επίπεδο της ιδεολογίας. Εξάλλου, από τις χιλιάδες των αποφοίτων του
Πανεπιστημίου αναδύθηκε και το ανθρώπινο δυναμικό που, σε τελευταία ανάλυση,
έπαιξε το σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού τουλάχιστον
πολιτιστικού τοπίου της μακεδονικής πρωτεύουσας.
Ο Β’ Παγκόσμιος
πόλεμος
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
και η Κατοχή προκάλεσαν την παλινδρόμηση σε όλους σχεδόν τους τομείς της
ζωής της Θεσσαλονίκης: την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτιστική. Αλλά
στη σκοτεινότερη πλευρά των δίσεκτων εκείνων χρόνων για ολόκληρη την Ελλάδα
ανήκουν βέβαια οι απηνείς διώξεις και ο αποδεκατισμός του πληθυσμού της πόλης
από τις κατοχικές δυνάμεις. Οι εκτελέσεις στην πόλη ξεπέρασαν τους 1500
πατριώτες, χωρίς να συνυπολογιστούν και τα μαζικά εγκλήματα που συντελέστηκαν
στην περιφέρεια. Οι εκατόμβες, ωστόσο, αυτές ωχριούν μπροστά στον ολοκληρωτικό
σχεδόν αφανισμό του εβραϊκού στοιχείου της Θεσσαλονίκης (πάνω από 40.000 ψυχές)
στα στρατόπεδα του θανάτου στο Auschwitz και το Β ?
rgenau.
Και πριν καλά καλά καταμετρηθούν οι
καταστροφές της περιόδου 1940-1944, άρχισε ο Εμφύλιος. Η Θεσσαλονίκη
αισθάνθηκε περισσότερο τις συνέπειες της νέας τραγωδίας: Η γενίκευση των
συγκρούσεων στη μακεδονική ύπαιθρο προκάλεσε νέα κύματα προσφύγων προς την πόλη,
αυξάνοντας την ανεργία και τα χρονίζοντα (από το Μεσοπόλεμο) προβλήματα στέγασης
και διαβίωσης. Η βαλκανική εξάλλου διάσταση της εμφύλιας διαμάχης, σε συνδυασμό
με τις πολιτικές δολοφονίες που συντάραξαν τότε (1946-1947) τη Θεσσαλονίκη (του
υποδιοικητή της Ασφάλειας Κουφίτσα, του ηγετικού στελέχους του Κομμουνιστικού
Κόμματος Γιάννη Ζεύγου και του Αμερικανού δημοσιογράφου George Polk), επιβράδυνε
την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας. Αλλά και μετά το τέλος του Εμφυλίου,
η ζωή στη Θεσσαλονίκη θα εξακολουθήσει να ταράζεται για αρκετά ακόμη χρόνια από
μετεμφυλιακές καταστάσεις, με αποκορύφωμα τη δολοφονία στο κέντρο της πόλης, το
Μάιο του 1963, του ειρηνιστή βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη.
Παρά τις πολιτικές αναταράξεις, η
μεταπολεμική περίοδος της ιστορίας της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται από
ανοδικούς ρυθμούς στη δημογραφική της ανάπτυξη. Αυτό φαίνεται και από τον
παρακάτω πίνακα των διαθέσιμων απογραφικών στοιχείων για το διάστημα 1940-1991:
Έτος |
Δήμος |
Πολεοδομικό |
Νομός |
1940 |
191.847 |
226.147 |
449.229 |
1951 |
217.049 |
302.635 |
459.956 |
1961 |
250.920 |
380.648 |
544.394 |
1971 |
345.799 |
557.360 |
710.352 |
1981 |
406.413 |
706.180 |
871.580 |
1991 |
383.967 |
749.048 |
946.864 |
Παράλληλες με τη δημογραφική άνοδο είναι και οι ενδείξεις
στον οικονομικό τομέα και την απασχόληση. Από τη δεκαετία του 1960 και εξής η
Θεσσαλονίκη άρχισε να ανακτά μερικά από τα βασικά θετικά χαρακτηριστικά της
οικονομικής της ζωής. Έτσι, στην περίοδο 1963-1973 επιτάχυνε τους ρυθμούς
ανάπτυξης σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι στην πρώτη θέση ως προς την αύξηση της
βιομηχανικής απασχόλησης στην Ελλάδα.
Ωστόσο,
περισσότερο σημαντικές θα πρέπει να θεωρήσουμε τις κοινωνικές εξελίξεις
στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη. Καταρχήν η σταδιακή άνοδος του βιοτικού επιπέδου
και η διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων περιόρισαν δραστικά τις κοινωνικές
αναταράξεις που είχε γνωρίσει η πόλη στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αλλά και τις
πολιτικές και ιδεολογικές πολώσεις της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής περιόδου.
Στο διάστημα αυτό ολοκληρώθηκε και ο μετασχηματισμός του κοινωνικού ιστού της
Θεσσαλονίκης σε ένα λίγο πολύ οργανικά συνθεμένο αμάλγαμα των παλαιότερων
κατοίκων και των νεήλυδων. Έτσι, εκμηδενίστηκαν οι παλιές διακρίσεις μεταξύ των
ντόπιων και των προσφύγων (προπολεμικών και μεταπολεμικών), με όλα τα
συμπαρομαρτούντα ιδεολογικά στερεότυπα. Η εξέλιξη αυτή φαίνεται και στην
πολεοδομική εικόνα της Θεσσαλονίκης: Τα προσφυγικά παραπήγματα του Μεσοπολέμου
ανήκουν κατά το μέγιστο τουλάχιστον τμήμα τους στο παρελθόν και το αστικό τοπίο
της πόλης δεν εμφανίζει πια τα κραυγαλέα δείγματα των παλαιότερων κοινωνικών
αντιθέσεων. Οι εξελίξεις βέβαια αυτές -που γίνονται σαφέστερες μετά το 1974-
αφορούν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε με το τέλος
της θλιβερής δικτατορικής παρένθεσης του 1967-1974 και, κυρίως, μετά την
παγίωση, στην επόμενη δεκαετία, της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Παράλληλη ήταν και η πολιτιστική
ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης. Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, που είχε ξεκινήσει
στα 1926 με 65 μόνο φοιτητές, είχε το 1960 9.000, το 1970 28.000, το 1976 37.000
και σήμερα έχει πάνω από 60.000. Η πόλη απέκτησε επίσης ένα δεύτερο ανώτατο
εκπαιδευτικό ίδρυμα, το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, και διαθέτει εδώ και χρόνια
αρκετές βιβλιοθήκες, ποικίλα και αξιόλογα πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα,
μουσεία, πινακοθήκες και γλυπτοθήκες, κρατικά και ιδιωτικά θέατρα, ωδεία και
συμφωνικές ορχήστρες. Έχει επίσης να επιδείξει πλήθος επιστημονικές και
καλλιτεχνικές εκδηλώσεις (κυρίως κατά την περίοδο των "Δημητρίων"), αλλά και
δεκάδες επιστήμονες και καλλιτέχνες με ευρύτερη ακτινοβολία. Η ανακήρυξη συνεπώς
της Θεσσαλονίκης ως "πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης" στα 1997
αποτέλεσε και μια αναγνώριση των πολιτιστικών δραστηριοτήτων που επιτελούνται
ήδη στη μακεδονική πρωτεύουσα, αλλά και των προοπτικών ανάπτυξης που
παρουσιάζουν οι πνευματικές και καλλιτεχνικές της δυνάμεις. Η Θεσσαλονίκη
εξάλλου προσπαθεί να διατηρήσει τους δικούς της ρυθμούς στις πολιτιστικές της
δραστηριότητες, στις οποίες μάλιστα διακρίνεται συχνά μια προσπάθεια αυτονόμησης
έναντι των εκπεμπόμενων από την πρωτεύουσα νοοτροπιών. Οι τάσεις αυτές -που
προβάλλονται κάποτε με περισσή ή και αδικαιολόγητη αυταρέσκεια- έχουν και τις
θετικές τους συνέπειες: Συντελούν στη δημιουργία στην πόλη ενός κλίματος, που
αποστρέφεται το συντηρητισμό και ευνοεί την ανανέωση των κοινωνικών προτύπων και
των πνευματικών και πολιτιστικών προσανατολισμών.